ράνα

ράνα
Αριστοκρατική οικογένεια, η οποία κυβέρνησε το Νεπάλ από το 1846 έως το 1852. Πρόγονοι των Ρ. ήταν οι Κουνβάροι, από τους ιδρυτές του κράτους του Νεπάλ, που στα μέσα του 18ου αι. ήταν υπουργοί (κάζι). Στην περίοδο της ανακτορικής κρίσης του 1846, ο στρατηγός Ντζαγκ Μπαχαντούρ Ρ., έγινε πρωθυπουργός ύστερα από αιματηρό πραξικόπημα και ταυτόχρονα αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι, στο Νεπάλ επικράτησε το αριστοκρατικό και στρατιωτικό-φεουδαρχικό καθεστώς της οικογένειας Ρ. H θέση του πρωθυπουργού και τα άλλα ανώτατα αξιώματα ήταν αποκλειστικό προνόμιο της οικογένειας Ρ. και ο βασιλιάς μόνο θεωρητικά ήταν αρχηγός του κράτους. Το καθεστώς της οικογένειας Ρ. ανατράπηκε το 1851 και από τότε η αντιδραστική αυτή οικογένεια έπαψε να υπάρχει ως πολιτική δύναμη. Ορισμένα ωστόσο μέλη της διατήρησαν τα αξιώματά τους, χωρίς να είναι σε θέση να επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις.
* * *
(I)
η, Ν
ζωολ. γένος άνουρων αμφιβίων που περιλαμβάνει τους βατράχους με δύο βασικούς τύπους: τους καστανόχρωμους και τους πρασινόχρωμους βατράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rana < λατ. rana «βάτραχος»].
————————
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ἄρνα
Ρωμαῑοι δὲ βάτραχον»
β) «ἑξαμηνιαῑον πρόβατον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥήν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥᾶνα — ῥαίνω sprinkle aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • ρήν — ῥῆνος, ή, Α (ποιητ. τ.) το αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥήν έχει προέλθει κατ απόσπαση από το σύνθ. πολύρρην* (< *πολύFρην), βλ. λ. ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο». Ο τ. μαρτυρείται ουσιαστικά στην αιτ. ῥῆνα (πρβλ. και ῥᾶνα ἄρνα, Ησύχ.) και στη δοτ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • Κατμαντού — (Κathmandu). Πόλη (729.000 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα του Νεπάλ και της διοικητικής περιφέρειας Μπαγκμάτι (9.428 τ. χλμ.,2.858.500 κάτ. το 2003). Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Μπαγκμάτι, στην εσωτερική λεκάνη των Ιμαλαΐων και σε υψόμετρο 1.360 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”